πλερέζα,
η, ουσ.
[<γαλλ. pleureuse], η πλερέζα· το πένθιμο ύφος, η κατσούφα: «δεν μπορώ να σε
βλέπω άλλο μ’ αυτή την πλερέζα στα μούτρα»·
- βάζω
πλερέζες, βλ. φρ. φορώ πλερέζες·
- κατεβάζω
πλερέζες, έχω πένθιμο ύφος, κατσουφιάζω: «μόλις τον αποπάρεις λίγο,
κατεβάζει πλερέζα λες και του σκότωσαν τη μάνα του»·
- φορώ
πλερέζες, στενοχωριέμαι, λυπάμαι πάρα πολύ: «κάθε φορά που χάνει η ομάδα
του, φοράει πλερέζες και δε μιλιέται».